- Οπλόσμιος
- Ὁπλόσμιος, ὁ (Α)1. (ως προσωνυμία τού Διός στην Αρκαδία) ο ένοπλος2. το θηλ. Ὁπλοσμίαπροσωνυμία τής Ήρας ή τής Αθηνάς στην Πελοπόννησο.[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. Οπλοδμία].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Ὁπλοσμίου — Ὁπλόσμιος armed masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Οπλοδμία — Ὁπλοδμία (Α) ονομασία φυλής στη Μαντίνεια. [ΕΤΥΜΟΛ. Οι λ. Ὁπλοδμία, Ὁπλοσμία, Ὁπλόσμιος παρετυμολογικώς έχουν θεωρηθεί σύνθ. από τις λ. ὅπλον + ὀδμή / ὀσμή. Επίσης, έχει διατυπωθεί η άποψη ότι ο τ. ὁπλο δμ ία είναι σύνθ. από τη λ. όπλον και τη… … Dictionary of Greek